- κόρνμπιφ
- το1. κονσερβοποιημένο βοδινό κρέας2. (κατ' επέκτ.) η συσκευασία, η κονσέρβα που περιέχει το διατηρημένο βοδινό κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corn beef «διατηρημένο βοδινό κρέας σε διάλυμα αλατιού και άλλων ουσιών»].
Dictionary of Greek. 2013.